Είμαστε πλασμένοι για σχέσεις που αναπτύσσονται και διαρκούν, που χαρακτηρίζονται από κατανόηση, εμπιστοσύνη και χαρά.
Ο Φαίδων Καλοτεράκης, Υπεύθυνος του Κέντρου Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων ΙΘΑΚΗ, γράφει:
«“Ο Θεός αγάπη εστίν”. Πιο μικρή θεολογία της αγάπης δεν γίνεται. Τα λέει όλα. Η αγάπη δεν είναι μία από τις ενέργειες ή ιδιότητες του Θεού, ένα από τα χαρακτηριστικά του Προσώπου Του. Όχι, ο Θεός αυτό ΕΙΝΑΙ: Αγάπη.
Έτσι πλαστήκαμε από έναν Θεό –που είναι αγάπη– για σχέση. Πλαστήκαμε με λίγα λόγια, από σχέση για σχέση. Το μυστήριο της Αγίας Τριάδας είναι κάτι που δεν μπορεί να το χωρέσει ο ανθρώπινος νους. Ένας Θεός, τρία Πρόσωπα, σε σχέση το ένα με το άλλο. Στο αφήγημα της δημιουργίας όλα κάθε φορά είναι καλώς καμωμένα εκτός από το «ου καλόν είναι τον άνθρωπον μόνον». Καθετί που φτιάχνει ο Θεός το βρίσκει καλό, με μια εξαίρεση, τον άνθρωπο, που χρειάζεται να του πλάσει σύντροφο, για να μπορέσει να πει το «καλώς γενόμενο». Από την αρχή λοιπόν δημιουργηθήκαμε όχι απλά άνθρωποι, αλλά συνάνθρωποι. Είναι στο DNA του είδους μας η συνύπαρξη με άλλους.
Για να το πούμε αλλιώς, ο άνθρωπος υπάρχει ως πρόσωπο και όχι ως άτομο. Πρόσωπο, “προς + ωψ, ωπός”, που σημαίνει όψη ή μάτι και υποδηλώνει σχέση, σε αντιδιαστολή με το ά-τομο, αυτό που δεν τέμνεται δηλαδή, και ορίζεται σε σχέση με τον εαυτό του. Υπάρχω (οντολογικά) πάντα και μόνο σε σχέση με την ύπαρξη του Άλλου. Σε αυτές τις σχέσεις κοινωνίας έγκειται και το μεγαλειώδες του εκκλησιαστικού γεγονότος: δεν νοείται πιστός “ανεξάρτητος”, “μεμονωμένος”. Σε τελική ανάλυση έχουμε όλοι ανάγκη ο ένας τον άλλον.
Στην ερώτηση “γιατί βρισκόμαστε εδώ στη γη;”, η απάντηση μπορεί να είναι “για να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε”. Όπως λέει και ο Χριστός, όλος ο νόμος και οι προφήτες συμπεριλαμβάνονται στο να αγαπάμε τον Θεό και τον διπλανό μας, όπως αγαπάμε τον εαυτό μας. Υπαρκτικός στόχος η αγάπη λοιπόν. Το να ζούμε ά-στοχα (αμαρτία-αστοχία) είναι να ζούμε ά-σχετα.
Στο ερώτημα που διατύπωσα προηγουμένως, οι απαντήσεις που συνήθως παίρνω μοιάζουν: “Ζω για τον Θεό”, “σκοπός της ζωής μου είναι να γνωρίσω το Πρόσωπό Του”, “βρίσκομαι εδώ στη γη, για να γίνομαι Άγιος, όπως Εκείνος”. Κι αν όλα αυτά ακούγονται καλά και ευγενή, ο Χριστός μάς διορθώνει. Μαζί με την αγάπη για τον Θεό πάει πακέτο και η αγάπη για τον συνάνθρωπό μας. Όπως λέει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης σε μία επιστολή του: “Αν δεν αγαπάς τον αδελφό σου, που τον βλέπεις, πώς θα αγαπήσεις τον Θεό, που ποτέ σου δεν είδες;”.1Α´ Επιστολή Ιωάννου 4.20: Ἐάν τις εἴπῃ ὅτι Ἀγαπῶ τὸν Θεόν, καὶ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ μισῇ, ψεύστης ἐστίν· ὁ γὰρ μὴ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ὃν ἑώρακε, τὸν Θεὸν ὃν οὐχ ἑώρακε πῶς δύναται ἀγαπᾶν;
Η αγάπη μας για τον άλλον όμως έρχεται με μια προϋπόθεση: την αγάπη για τον εαυτό μας. Ουσιαστικά, δεν μπορούμε να αγαπήσουμε τον διπλανό μας, αν δεν αγαπάμε τον εαυτό μας. Δυσκολευόμαστε να εγκαταστήσουμε μια ισορροπημένη σχέση ετερότητας, αν δεν έχουμε ταυτότητα. Πολλοί από εμάς δεν καταφέρνουμε να πούμε μέσα μας: “αξίζω να με αγαπάω, αξίζω να με αγαπάνε”.
Στην πολύχρονη ενασχόλησή μου με ανθρώπους που αντιμετωπίζουν κάποιο πρόβλημα εξάρτησης, συναντώ συνήθως δύο χαρακτηριστικά που τους ταλανίζουν. Το πρώτο είναι η παντελής απουσία ορίων στις σχέσεις τους, και γενικότερα στη ζωή τους, ενώ το δεύτερο η πολύ χαμηλή αυτοεκτίμηση. Για να αγαπήσω τον εαυτό μου, πρέπει αρχικά να τον γνωρίσω. Η αυτογνωσία, το “γνώθι σαυτόν” των αρχαίων, είναι το ξεκίνημα για μια αγάπη που θα ᾽χει και ως υποκείμενο και ως αντικείμενο εμάς. Το να γνωρίσει κανείς τον εαυτό του δεν είναι μια διαδικασία εύκολη, μερικές φορές μάλιστα μπορεί να γίνει και επώδυνη. Θέλει κουράγιο, για να μην είμαστε “οι γίγαντες των ονείρων μας και οι νάνοι των φόβων μας”, όπως λένε στη Θεραπευτική Κοινότητα ΙΘΑΚΗ.
Όσο για την αγάπη για τους άλλους, είναι τόσο σημαντική, που ο Χριστός την ορίζει ως σημάδι γνησιότητας της πίστης μας: “Θα γνωρίσουν ότι είστε δικοί μου, από την αγάπη που έχετε ο ένας για τον άλλον”.2Κατά Ιωάννην ευαγγέλιο 13.35: Ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις. Δίνει, με λίγα λόγια, το δικαίωμα στους ανθρώπους έξω από την Εκκλησία να αξιολογήσουν αν είμαστε αληθινοί ή ψεύτικοι, αυθεντικοί ή κάλπικοι. Και αυτό με μοναδικό κριτήριο την αγάπη.
Διηγείται ο Ιερώνυμος μια ιστορία σχετική με τον Ευαγγελιστή Ιωάννη, όταν στην Έφεσο και σε βαθιά γεράματα τον μετέφεραν στη συνάθροιση εκείνων των πρώτων χριστιανών πάνω σε φορείο. Κάθε φορά τούς έλεγε την ίδια επωδό, τα ίδια λόγια: “Τεκνία μου, αγαπάτε αλλήλους”. Όταν έφτασαν στ᾽ αφτιά του κάποια σχόλια και κάποια γκρίνια των νεότερων (“αμάν πια, όλο τα ίδια και τα ίδια λέει”), εκείνος θεώρησε καλό να αποκριθεί λέγοντάς τους ότι: “Σας το λέω αυτό και για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί είναι εντολή του Κυρίου και, δεύτερον, γιατί μόνον αυτό σας φτάνει”».3Από το βιβλίο του Φαίδωνα Καλοτεράκη, Η αγάπη στο τέλος (εκδόσεις «Αρχονταρίκι»).
Βιωματική σχέση με τον Θεό
Ο Θεός μάς δημιούργησε για να Τον γνωρίσουμε. Βαθιά μέσα μας το ξέρουμε αυτό, αλλά συχνά απομακρυνόμαστε από Αυτόν ή αδιαφορούμε για το θέλημά Του και για τη σχέση μας μαζί Του. Συνήθως Τον θυμόμαστε σε καταστάσεις προβληματικές και δύσκολες, μόνο για να ζητήσουμε την επέμβαση και τη βοήθειά Του.
Ωστόσο ο Θεός έχει ετοιμάσει έναν δρόμο για μας, για να Τον γνωρίσουμε εδώ επάνω στη γη, σε μια γνωριμία που θα διαρκέσει για πάντα. Το έκανε αυτό στέλνοντας τον Ιησού Χριστό στη γη, για να ζήσει όπως εμείς, αλλά με τελειότητα. Και δεν είναι μόνο αυτό. Αξίζαμε την τιμωρία για τις αμαρτίες μας, αλλά ο Χριστός θεληματικά θυσίασε τον Εαυτό Του επάνω στον σταυρό για χάρη μας. Η αρχή λοιπόν μιας βιωματικής σχέσης με τον Θεό είναι να μετανοήσουμε για την απομάκρυνσή μας από τον Θεό, και να αποδεχτούμε με πίστη το γεγονός ότι ο Ιησούς Χριστός πλήρωσε για την αμαρτία στη ζωή μας. Την απολυτρωτική θυσία του Ιησού Χριστού μπορούμε να την αποδεχτούμε με πίστη ή να την απορρίψουμε. Η απόφαση είναι δική μας.
Όλοι οι άνθρωποι έχουμε μέσα μας ένα κενό, που μπορεί να γεμίσει μόνο με μια βιωματική σχέση με τον Θεό. Όταν το συνειδητοποιήσουμε αυτό, μπορούμε να προσευχηθούμε στον Θεό, που γνωρίζει την επιθυμία της καρδιάς μας και ενδιαφέρεται περισσότερο γι’ αυτήν παρά τα λόγια μας. Ίσως θα μπορούσε η επιθυμία αυτή να εκφραστεί με λόγια παρόμοια με αυτά:
«Θεέ μου, θέλω να Σε γνωρίσω. Θέλω να αποκτήσω μια βιωματική σχέση μαζί Σου. Έχω προσπαθήσει να ικανοποιήσω το κενό που είχα μέσα μου με άλλα πράγματα, αλλά δεν τα κατάφερα. Συγχώρεσέ με που δεν ήρθα πρώτα σ’ Εσένα. Σ’ ευχαριστώ που με αγαπάς, και θέλεις να Σε γνωρίσω. Αποδέχομαι το γεγονός ότι ο θάνατος του Ιησού Χριστού μού έδωσε τη δυνατότητα για μια σχέση μαζί Σου. Σε εμπιστεύομαι. Αμήν».
Η βιωματική σχέση με τον Θεό είναι υπερπλήρης και ικανοποιητική. Είναι το θεμέλιο για να αναπτύξει κανείς σημαντικές, διαρκείς και γεμάτες νόημα σχέσεις και με τους συνανθρώπους του.
Στην ανώνυμη Επιστολή προς Διόγνητον, γραμμένη τον 2ο αιώνα μ.Χ., διαβάζουμε: «Ο Θεός αγάπησε τους ανθρώπους, για τους οποίους δημιούργησε τον κόσμο, στους οποίους υπέταξε όλα όσα υπάρχουν στη γη, στους οποίους έδωσε λόγο, στους οποίους έδωσε νου, στους οποίους μόνο επέτρεψε να βλέπουν επάνω προς τον ουρανό, τους οποίους έπλασε κατά τη δική Του απεικόνιση, προς τους οποίους έστειλε τον Υιό Του τον μονογενή, στους οποίους υποσχέθηκε τη βασιλεία στον ουρανό, και θα τη δώσει σ’ εκείνους που Τον αγάπησαν. Όταν το καταλάβεις, με τι χαρά νομίζεις ότι θα γεμίσεις; Ή πώς θα αγαπήσεις Αυτόν που σε αγάπησε πρώτα με τέτοιο τρόπο; Όταν Τον αγαπήσεις, θα γίνεις μιμητής της καλοσύνης Του. Και μη θαυμάσεις, αν μπορεί ένας άνθρωπος να γίνει μιμητής του Θεού· μπορεί, αν Εκείνος θέλει».4Ἐπιστολὴ πρὸς Διόγνητον 10.2-4 Marrou, Sources chrétiennes 33 bis: Ὁ γὰρ Θεὸς τοὺς ἀνθρώπους ἠγάπησε, δι’ οὓς ἐποίησε τὸν κόσμον, οἷς ὑπέταξε πάντα τὰ ἐν τῇ γῇ, οἷς λόγον ἔδωκεν, οἷς νοῦν, οἷς μόνοις ἄνω πρὸς οὐρανὸν ὁρᾶν ἐπέτρεψεν, οὓς ἐκ τῆς ἰδίας εἰκόνος ἔπλασε, πρὸς οὓς ἀπέστειλε τὸν Υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ, οἷς τὴν ἐν οὐρανῷ βασιλείαν ἐπηγγείλατο καὶ δώσει τοῖς ἀγαπήσασιν αὐτόν. Ἐπιγνοὺς δέ, τίνος οἴει πληρωθήσεσθαι χαρᾶς; ἢ πῶς ἀγαπήσεις τὸν οὕτως προαγαπήσαντά σε; ἀγαπήσας δὲ μιμητὴς ἔσῃ αὐτοῦ τῆς χρηστότητος. Καὶ μὴ θαυμάσῃς εἰ δύναται μιμητὴς ἄνθρωπος γενέσθαι Θεοῦ· δύναται, θέλοντος αὐτοῦ.