Ο Μέγας Αθανάσιος, επίσκοπος Αλεξανδρείας, γράφει: «Αρκούν από μόνες τους οι άγιες και θεόπνευστες Γραφές για να τη γνωστοποίηση της αλήθειας». Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος εκφράζεται με ακόμη μεγαλύτερη έμφαση: «Αυτά που διακηρύττουν οι Γραφές, αυτά ο Κύριος τα διακήρυξε· επομένως ακόμη κι αν ένας νεκρός αναστηθεί, ακόμη κι αν ένας άγγελος κατεβεί από τον ουρανό, οι Γραφές ας είναι οι πιο αξιόπιστες από οτιδήποτε άλλο. Γιατί ο Άρχοντας των αγγέλων και ο Κύριος των νεκρών και των ζωντανών, αυτός ο ίδιος τις θέσπισε εκείνες».
Όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας συμφωνούν ότι η Αγία Γραφή, δηλαδή η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη, περιέχει την αποκάλυψη του Θεού, επομένως και το μοναδικό μήνυμα του Θεού στην ανθρωπότητα. Δισεκατομμύρια άνδρες και γυναίκες έχουν βασίσει τη ζωή τους σε αυτό το μήνυμα. Εκατομμύρια άνθρωποι έχουν δώσει τη ζωή τους γι’ αυτό.
Ένας σκεπτόμενος άνθρωπος μπορεί να πιστεύει στην Αγία Γραφή, επειδή, σε αντίθεση με άλλα θρησκευτικά βιβλία, δεν απαιτεί τυφλή πίστη, που να μη βασίζεται σε καμία τεκμηρίωση. Πολλαπλά αποδεικτικά στοιχεία υποστηρίζουν την ιστορική ακρίβεια της Αγίας Γραφής, καθώς επίσης και τη διακήρυξη της θεϊκής της αυθεντικότητας.
- Τα ιστορικά δεδομένα
Η Αγία Γραφή καταγράφει ότι ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ έκανε πολλά θαύματα, εκτελέστηκε από τους Ρωμαίους και αναστήθηκε από τους νεκρούς. Υπάρχουν αρχαίοι ιστορικοί που επιβεβαιώνουν τη μαρτυρία της Αγίας Γραφής για τη ζωή του Χριστού και των μαθητών Του:
Ο Κορνήλιος Τάκιτος (55-120 μ.Χ.), ένας από τους πιο ακριβείς ιστορικούς του πρώτου αιώνα στη Ρώμη, γράφει ότι ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Νέρωνας «επέβαλλε τις πιο εξεζητημένες ποινές σε μια κατηγορία… τους λεγόμενους Χριστιανούς… Ο Χριστός, από τον οποίο πήραν το όνομά τους, υπέστη τη θανατική ποινή κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Τιβερίου, με απόφαση του διοικητή της επαρχίας, του Πόντιου Πιλάτου».
Ο Φλάβιος Ιώσηπος (38-100 μ.Χ.), ένας εβραίος ιστορικός που έγραψε στα ελληνικά, μνημόνευσε τον Ιησού στο έργο του Ἰουδαϊκὴ ἀρχαιολογία. Από τον Ιώσηπο μαθαίνουμε ότι ο Ιησούς ήταν ένας σοφός άνδρας ο οποίος έκανε εκπληκτικά επιτεύγματα, δίδαξε πολλά, κέρδισε οπαδούς μεταξύ Ιουδαίων και Ελλήνων, πιστευόταν ότι είναι ο Μεσσίας, κατηγορήθηκε από τους Ιουδαίους ηγέτες, καταδικάστηκε σε σταύρωση από τον Πιλάτο και θεωρήθηκε ότι αναστήθηκε.
Ο Σουητώνιος, ο Πλίνιος ο νεότερος, ο Λουκιανός και άλλοι έγραψαν επίσης για τη χριστιανική πίστη και για τους διωγμούς, καταγράφοντας μαρτυρίες που συμφωνούν και με τις αντίστοιχες της Καινής Διαθήκης.
Ακόμη και το Εβραϊκό Ταλμούδ, που σίγουρα δεν προδιατίθεται θετικά για τον Χριστό, συμφωνεί σχετικά με τα μεγάλα γεγονότα της ζωής Του. Στο Ταλμούδ διαβάζουμε ότι η σύλληψη του Ιησού έγινε εκτός γάμου, ότι συγκέντρωσε μαθητές, ότι έκανε βλάσφημες διακηρύξεις για τον εαυτό Του και ότι έκανε θαύματα, αλλά αυτά τα θαύματα αποδίδονται στη μαγεία και όχι στον Θεό.
Αυτές είναι αξιόλογες ιστορικές πληροφορίες, αν λάβουμε υπόψη μας ότι οι περισσότεροι αρχαίοι ιστορικοί επικεντρώνονταν στους πολιτικούς και τους στρατιωτικούς ηγέτες, και όχι στους ταπεινούς ραβίνους-νομοδιδασκάλους από τις μακρινές επαρχίες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Είναι λοιπόν αξιοσημείωτο το γεγονός ότι αρχαίοι ιστορικοί (Εβραίοι, Έλληνες και Ρωμαίοι) επιβεβαιώνουν τα σημαντικά γεγονότα που μνημονεύονται στην Καινή Διαθήκη, ακόμη και αν οι ίδιοι δεν ασπάζονταν τη χριστιανική πίστη.
- Η αξιοπιστία των ευαγγελικών αφηγήσεων
Εξωεκκλησιαστικοί ιστορικοί κατέγραψαν γενικά κάποια γεγονότα της ζωής του Χριστού, αλλά ο άμεσοι συνεργάτες Του παρουσίασαν με μεγαλύτερη λεπτομέρεια τα γεγονότα της ζωής Του, βασισμένοι σε αυτόπτες μάρτυρες. Οι καταγραφές αυτές περιλαμβάνονται στα τέσσερα Ευαγγέλια, που αποτελούν τα τέσσερα πρώτα βιβλία της Καινής Διαθήκης. Μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι αυτές οι βιογραφίες του Ιησού είναι ακριβείς;
Όταν οι ιστορικοί προσπαθούν να καθορίσουν αν αυτά που καταγράφονται σε μια βιογραφία είναι αξιόπιστα, ρωτούν το εξής: «Πόσες άλλες πηγές αναφέρουν τις ίδιες λεπτομέρειες σχετικά με το πρόσωπο ή το γεγονός αυτό;». Οι ιστορικοί βασίζονται σε επιμέρους αφηγήσεις που συμφωνούν η μια με την άλλη.
Όταν εξετάζει κανείς τις μαρτυρίες σχετικά με τον Ιησού από τη Ναζαρέτ, διαπιστώνει ότι πολλαπλές βιογραφίες μνημονεύουν παρόμοια γεγονότα για τη ζωή Του. Παρόλο που δεν παραδίδουν για κάθε επιμέρους γεγονός ακριβώς τις ίδιες πληροφορίες, τα τέσσερα Ευαγγέλια λένε ουσιαστικά την ίδια ιστορία:
|
Κατά Ματθαίον |
Κατά Μάρκον |
Κατά Λουκάν |
Κατά Ιωάννην |
Ο Ιησούς γεννήθηκε από μια παρθένο |
1.18-25 |
– |
1.27, 1.34 |
– |
Γεννήθηκε στη Βηθλεέμ |
2.1 |
– |
2.4 |
– |
Έζησε στη Ναζαρέτ |
2.23 |
1.9, 1.24 |
2.51, 4.16 |
1.45-46 |
Βαπτίστηκε από τον Ιωάννη τον Βαπτιστή |
3.1-15 |
1.4-9 |
3.1-22 |
– |
Έκανε θαύματα θεραπείας |
4.24, κλπ |
1.34, κλπ |
4.40, κλπ |
9.7 |
Περπάτησε επάνω στο νερό |
14.25 |
6.48 |
– |
6.19 |
Τάισε 5.000 ανθρώπους με πέντε ψωμιά και δύο ψάρια |
14.7 |
6.38 |
9.13 |
6.9 |
Δίδαξε σε απλούς ανθρώπους |
5.1 |
4.25, 7.28 |
9.11 |
18.20 |
Ξόδεψε χρόνο με ανθρώπους του περιθωρίου |
9.10, 21.31 |
2.15-16 |
5.29, 7.29 |
8.3 |
Διαφώνησε με τη θρησκευτική ηγεσία |
15.7 |
7.6 |
12.56 |
8.1-58 |
Η θρησκευτική ηγεσία συνωμότησε για να Τον σκοτώσει |
12.14 |
3.6 |
19.47 |
11.45-57 |
Παρέδωσαν τον Ιησού στα χέρια των Ρωμαίων |
27.1-2 |
15.1 |
23.1 |
18.28 |
Ο Ιησούς μαστιγώθηκε |
27.26 |
15.15 |
– |
19.1 |
Ο Ιησούς σταυρώθηκε |
27.26-50 |
15.22-37 |
23.33-46 |
19.16-30 |
Ο Ιησούς ενταφιάστηκε σε ένα μνήμα |
27.57-61 |
15.43-47 |
23.50-55 |
19.38-42 |
Ο Ιησούς αναστήθηκε από τους νεκρούς |
28.1-20 |
16.1-20 |
24.1-53 |
20.1-31 |
Δύο από τα Ευαγγέλια γράφτηκαν από τους αποστόλους Ματθαίο και Ιωάννη, οι οποίοι γνώριζαν τον Ιησού προσωπικά και ταξίδεψαν μαζί Του για πάνω από τρία χρόνια. Τα άλλα δύο Ευαγγέλια γράφτηκαν από τον Μάρκο και τον Λουκά, στενούς συνεργάτες των αποστόλων. Αυτοί οι συγγραφείς είχαν άμεση σχέση με τα πραγματικά περιστατικά τα οποία κατέγραψαν. Η πρώτη Εκκλησία αποδέχτηκε τα τέσσερα Ευαγγέλια, επειδή συμφωνούσαν με αυτά που ήταν ήδη κοινώς γνωστά σχετικά με τη ζωή του Χριστού.
Καθένας από τους τέσσερις συγγραφείς των Ευαγγελίων συνέταξε μια πολύ αναλυτική αφήγηση. Όπως θα περίμενε κανείς, στις επιμέρους βιογραφίες ενός ιστορικού προσώπου υπάρχει ποικιλία στο ύφος του κειμένου, αλλά συμφωνία στα πραγματικά περιστατικά. Είναι φανερό ότι οι συγγραφείς δεν επινόησαν απλώς τα γεγονότα, καθώς τα Ευαγγέλια περιέχουν συγκεκριμένες γεωγραφικές ονομασίες και πολιτιστικά στοιχεία που έχουν επιβεβαιωθεί από ιστορικούς και αρχαιολόγους.
Τα καταγραμμένα λόγια του Ιησού δεν περιλαμβάνουν διάφορα θέματα για τα οποία η πρώτη Εκκλησία θα επιθυμούσε να είχε μια δήλωση. Αυτό δείχνει ότι οι βιογράφοι ήταν έντιμοι και αξιόπιστοι, και δεν έβαλαν επιπλέον λόγια στο στόμα του Χριστού, ώστε να καλύψουν ανάγκες και να εξυπηρετήσουν συμφέροντα.
- Η κριτική των κειμένων της Αγίας Γραφής
Έχει διατυπωθεί κατά καιρούς ένας προβληματισμός για το γεγονός ότι δεν μας σώζονται ούτε για τα κείμενα της Αγίας Γραφής ούτε και για κανένα άλλο αρχαίο κείμενο, τα αυτόγραφα των συγγραφέων, δηλαδή τα χειρόγραφα που γράφτηκαν από το χέρι των ίδιων των συγγραφέων, αλλά μας σώζονται αντίγραφα αντιγράφων του αρχικού κειμένου. Για να αποκατασταθούν τα αρχαία κείμενα σε μια μορφή όσο γίνεται πιο κοντά στα αυτόγραφα των συγγραφέων, αναπτύχθηκε ένας φιλολογικός επιστημονικός κλάδος που ονομάζεται «Κριτική των κειμένων».
Α. Καινή Διαθήκη
Με βάση τις αρχές της Κριτικής των κειμένων διαπιστώνεται ότι τα στοιχεία για την αποκατάσταση των κειμένων της Καινής Διαθήκης είναι πολυπληθή και εξαιρετικά αξιόπιστα:
(α) O αριθμός των χειρογράφων: H Kαινή Διαθήκη μάς διασώζεται σε περισσότερα χειρόγραφα από οποιοδήποτε άλλο αρχαίο κείμενο. Συγκεκριμένα, σώζονται περισσότερα από 5.300 χειρόγραφα του αρχαίου ελληνικού κειμένου, περισσότερα από 10.000 χειρόγραφα της λατινικής μετάφρασης Vulgata (δηλαδή της μετάφρασης που έκανε ο Iερώνυμος [345-419 μ.Χ.] στη λαϊκή λατινική γλώσσα), τουλάχιστο 9.300 χειρόγραφα άλλων αρχαίων μεταφράσεων (στα συριακά, αιγυπτιακά, αρμενικά, γοτθικά, γεωργιανά, αιθιοπικά, νουβικά κτλ.), συνολικά περισσότερα από 24.000 χειρόγραφα που περιέχουν είτε το σύνολο είτε κάποια τμήματα της Kαινής Διαθήκης. Για να υπάρχει κάποιο μέτρο σύγκρισης, αξίζει να επισημάνουμε ότι δεύτερο στη σειρά έρχεται το κείμενο της Iλιάδας του Oμήρου, που μας σώζεται σε 643 χειρόγραφα.
(β) Tο χρονικό διάστημα μεταξύ συγγραφής και αρχαιότερου σωζόμενου χειρογράφου: Eίναι φανερό ότι όσο πιο μικρό είναι το διάστημα αυτό, τόσο λιγότερη φθορά ή αλλοίωση μπορεί να έχει επέλθει στο συγκεκριμένο κείμενο. Στην περίπτωση της Kαινής Διαθήκης το διάστημα αυτό είναι μικρότερο από το αντίστοιχο οποιουδήποτε άλλου αρχαίου κειμένου. Συγκεκριμένα, τα αρχαιότερα χειρόγραφα που διασώζουν ολόκληρο το κείμενο της Kαινής Διαθήκης (ο Bατικανός και ο Σιναϊτικός κώδικας) είναι αντιγραμμένα γύρω στο 325-350 μ.X., δηλαδή περίπου 250-300 χρόνια μετά τη συγγραφή των κειμένων, ενώ έχουμε και τμήματα της Kαινής Διαθήκης σε παπύρους γραμμένους ακόμη νωρίτερα: γύρω στο 130 μ.X. ο John Rylands’ Papyrus (Manchester) με αποσπάσματα του Kατά Ιωάννην Eυαγγελίου, γύρω στο 150-200 μ.X. ο Bodmer Papyrus II (Γενεύη) με το μεγαλύτερο μέρος του Kατά Ιωάννην Eυαγγελίου, και γύρω στο 200 μ.X. οι Chester Beatty Papyri (Δουβλίνο, και τμήμα στο Michigan), τρείς από τους οποίους περιέχουν εκτενή τμήματα της Kαινής Διαθήκης. Για να υπάρχει κάποιο μέτρο σύγκρισης, αξίζει να επισημάνουμε ότι τα αρχαιότερα χειρόγραφα του Πλάτωνα που μας σώζονται είναι γραμμένα περίπου 1.200 χρόνια μετά τη συγγραφή των κειμένων του, του Aριστοφάνη 1.200 χρόνια, του Hροδότου 1.300 χρόνια, του Θουκυδίδη 1.300 χρόνια, του Δημοσθένη 1.300 χρόνια, του Σοφοκλή 1.400 χρόνια, του Aριστοτέλη 1.400 χρόνια, και του Eυριπίδη 1.500 χρόνια.
(γ) H ποιότητα των χειρογράφων και το ποσοστό φθοράς του κειμένου: Oι αντιγραφείς των χειρογράφων της Kαινής Διαθήκης επιτελούσαν το έργο τους με εξαιρετική προσοχή, έχοντας συνήθως τη συναίσθηση ότι αντιγράφουν ένα ιερό βιβλίο. Γι᾽ αυτό ακριβώς και το ποσοστό φθοράς ή αλλοίωσης του κειμένου είναι ελάχιστο, συγκρινόμενο με άλλα αρχαία κείμενα. Συγκεκριμένα από τις 20.000 περίπου σειρές της Kαινής Διαθήκης μόνο σε 40 σειρές υπάρχει κάποια αμφισβητούμενη γραφή (ποσοστό 0,2%), ενώ από τις 15.600 περίπου σειρές της Iλιάδας υπάρχει αμφισβήτηση γραφών σε 764 σειρές (ποσοστό 4,9%), και από τις 250.000 περίπου σειρές του Iνδικού έπους Mahabharata υπάρχει αμφισβήτηση γραφών σε σε 26.000 σειρές (ποσοστό 10,4%). Στην περίπτωση της Kαινής Διαθήκης από αυτό το 0,2% μόνο το 1/8 έχει κάποια σημασία, και μόνο το 1/16 αποτελεί διαφορά άξια συζήτησης. Aπό μαθηματική άποψη το κείμενο θα μπορούσε να θεωρηθεί αναλλοίωτο κατά 98,33%. Πάντως απολύτως καμιά βασική διδασκαλία της Xριστιανικής πίστης δεν στηρίζεται σε αμφισβητούμενο κείμενο.
(δ) H έμμεση παράδοση: Στο μεγάλο πλήθος των χειρογράφων με το κείμενο της Kαινής Διαθήκης προστίθενται και οι μαρτυρίες των Πατέρων της Eκκλησίας, οι οποίοι συχνότατα παραθέτουν βιβλικά χωρία. Σε μελέτη που έγινε μόνο στους Πατέρες του 2ου και του 3ου αιώνα μ.X. διαπιστώθηκε ότι βρίσκει κανείς εκεί ολόκληρο το κείμενο της Kαινής Διαθήκης, εκτός από 11 χωρία. Tα παραθέματα αυτά αποτελούν βέβαια συμπληρωματικές μαρτυρίες για την αποκατάσταση του κειμένου.
(ε) Tα εκλογάδια: Σε όλον αυτόν τον όγκο του υλικού μπορούν να προστεθούν και τα εκλογάδια ή λεξιονάρια, που αποτελούν συλλογές τμημάτων της Kαινής Διαθήκης για λειτουργική χρήση, είτε των ευαγγελικών περικοπών του Kυριακοδρομίου (ευαγγελιστάρια), είτε του αποστολικού αναγνώσματος στη Θεία Λειτουργία (πραξαπόστολος). Oι ερευνητές έχουν καταγράψει ήδη 2.135 εκλογάδια, για τα οποία όμως δεν έχουν γίνει ακόμη συστηματικές μελέτες.
Β. Παλαιά Διαθήκη
Tο εβραϊκό κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης δεν μας διασώζεται σε πολλά χειρόγραφα και, πριν από την ανακάλυψη των Παπύρων του Kουμράν στη Nεκρά Θάλασσα (1947), το αρχαιότερο από αυτά το χρονολογούσαν γύρω στο 900 μ.X., δηλαδή περίπου 1.300 χρόνια μετά τη συγγραφή του τελευταίου βιβλίου της Παλαιάς Διαθήκης (γύρω στο 400 π.X.). Oι Πάπυροι όμως του Kουμράν περιέχουν και βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης αντιγραμμένα μέσα στον 1ο αιώνα π.X.
Ωστόσο η αξιοπιστία της χειρόγραφης παράδοσης της Παλαιάς Διαθήκης βασίζεται κυρίως στην εξαιρετική ποιότητα των χειρογράφων του εβραϊκού κειμένου, η οποία οφειλόταν στον συγκεκριμένο τρόπο αντιγραφής των χειρογράφων αυτών:
(α) Oι Tαλμουδιστές (100-500 μ.X.): Oι Tαλμουδιστές πήραν το όνομά τους από τη λέξη «Tαλμούδ», που δήλωνε τη συλλογή των ιουδαϊκών παραδόσεων και ερμηνειών της Παλαιάς Διαθήκης, μαζί με σχόλια στις ερμηνείες αυτές. Oι άνθρωποι αυτοί ενδιαφέρθηκαν για την αντιγραφή και την επιβίωση των ιερών κειμένων, αναπτύσσοντας ένα αυστηρό σύστημα πολυάριθμων κανόνων που θα έπρεπε να τηρούνται κατά την αντιγραφή, αλλιώς το αντίγραφο το θεωρούσαν άχρηστο και το κατέστρεφαν, για να διατηρηθεί ο Λόγος του Θεού ανόθευτος και αναλλοίωτος.
Tα αντίγραφα ελέγχονταν συστηματικά και, όταν διαπιστωνόταν ότι όλες οι προδιαγραφές είχαν ακολουθηθεί, τα θεωρούσαν γνήσια, και αντικαθιστούσαν με αυτά κάθε παλαιότερο φθαρμένο αντίγραφο, το οποίο και κατέστρεφαν. Tα αντίγραφα στα οποία δεν είχαν τηρηθεί όλοι οι κανόνες τα θεωρούσαν άχρηστα: τα έκαιγαν ή τα έθαβαν ή τα έστελναν στα σχολεία, για να χρησιμοποιηθούν απλώς ως αναγνωστικά. Aυτός είναι ο λόγος για τον οποίο μας σώζονται λίγα χειρόγραφα του εβραϊκού κειμένου της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά τα χειρόγραφα αυτά είναι εξαιρετικά αξιόπιστα, ακριβώς επειδή τηρούνταν διεξοδικά όλες οι σχετικές διατάξεις.
(β) Oι Mασορίτες (500-900 μ.X.): Oι Mασορίτες, οι οποίοι πήραν το όνομά τους από τη λέξη «Mασόρα», που σημαίνει «παράδοση», ανέλαβαν το κοπιαστικό έργο της συστηματικής έκδοσης του κειμένου, προσθέτοντας και τα φωνήεντα (που έλειπαν από τις αντιγραφές των Tαλμουδιστών), για να εξασφαλιστεί η σωστή προφορά των λέξεων. Tο κείμενο στο οποίο κατέληξαν ονομάστηκε «Mασοριτικό κείμενο».
Oι Mασορίτες αντιμετώπιζαν το κείμενο με μεγάλο σεβασμό, και ανέπτυξαν ένα περίπλοκο σύστημα για την αποφυγή αντιγραφικών σφαλμάτων. Mετρούσαν τα πάντα: τα χωρία, τις λέξεις και τα γράμματα κάθε βιβλίου· πόσες φορές υπάρχει σε κάθε βιβλίο κάθε γράμμα της αλφαβήτου· ποια λέξη και ποιο γράμμα βρίσκεται στο μέσο κάθε βιβλίου, στο μέσο της Πεντατεύχου και στο μέσο ολόκληρης της Παλαιάς Διαθήκης· ποιο χωρίο περιέχει όλα τα γράμματα της αλφαβήτου κλπ. Όλες αυτές οι ασήμαντες, κατά τη σύγχρονη αντίληψη, λεπτομέρειες είχαν αποτέλεσμα να δοθεί μεγάλη προσοχή στην ακριβή αντιγραφή και στην παράδοση ενός αναλλοίωτου κειμένου.
(γ) Oι Πάπυροι του Kουμράν: Tο 1947 ένας Bεδουΐνος, ψάχνοντας να βρει μια χαμένη κατσίκα του, ανακάλυψε σε μια σπηλιά κοντά στη Nεκρά Θάλασσα ένα πλήθος από πήλινα αγγεία μέσα στα οποία υπήρχαν πάπυροι με πολύτιμα κείμενα. Aνάμεσα σ᾽ αυτά υπήρχαν και βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, που διέσωζαν κείμενο κατά χίλια χρόνια αρχαιότερο από το ως τότε σωζόμενο. Συγκρίνοντας τα δύο αντίγραφα του βιβλίου του προφήτη Hσαΐα που βρέθηκαν στο Kουμράν, χρονολογούμενα στον 1ο αιώνα π.X., με το αντίστοιχο Mασοριτικό κείμενο του 900 μ.X., οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η ομοιότητα έφτανε στο 95%, ενώ οι διαφορές του υπολοίπου 5% περιορίζονταν σε προφανείς αντιγραφικές αβλεψίες και διαφορές στην ορθογραφία των λέξεων.
H ανακάλυψη αυτή των Παπύρων του Kουμράν στη Nεκρά Θάλασσα επιβεβαίωσε με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο την αξιοπιστία του κειμένου της Παλαιάς Διαθήκης που μας έχει παραδοθεί.
- Η τεκμηρίωση από αρχαιολογικά ευρήματα
Η αρχαιολογία σε πολλές περιπτώσεις τεκμηριώνει την ιστορική ακρίβεια της Αγίας Γραφής. Αρχαιολόγοι έχουν ανακαλύψει ευρήματα με τα ονόματα κυβερνητικών αξιωματούχων, πόλεων και εορτών που μνημονεύονται στην Αγία Γραφή – μερικές φορές οι ιστορικοί ούτε καν ήξεραν ότι αυτά τα άτομα ή οι περιοχές υπήρχαν. Για παράδειγμα, στο Κατά Ιωάννην ευαγγέλιο γίνεται λόγος για τη δεξαμενή της Βηθεσδά, όπου ο Ιησούς Χριστός θεράπευσε έναν ανάπηρο. Το κείμενο μνημονεύει ακόμη και τις πέντε στοές που οδηγούν στη δεξαμενή. Οι μελετητές νόμιζαν ότι η δεξαμενή αυτή δεν υπήρχε, μέχρις ότου κάποιοι αρχαιολόγοι την ανακάλυψαν, μαζί με τις πέντε στοές, το 1871 δεκατέσσερα μέτρα κάτω από το έδαφος.
Η Αγία Γραφή περιέχει έναν πολύ μεγάλο αριθμό ιστορικών λεπτομερειών, και ασφαλώς δεν έχουν ανακαλυφθεί από την αρχαιολογική σκαπάνη όλα όσα μνημονεύονται σ’ αυτήν. Ωστόσο, ούτε ένα αρχαιολογικό εύρημα δεν έρχεται σε αντίφαση με αυτά που καταγράφει η Αγία Γραφή.
Η αρχαιολογία έχει επίσης ανατρέψει πολλές λανθασμένες θεωρίες για τη Αγία Γραφή. Για παράδειγμα, υπήρχε η θεωρία ότι ο Μωυσής δεν θα μπορούσε να έχει γράψει την Πεντάτευχο, δηλαδή τα πέντε πρώτα βιβλία της Αγίας Γραφής, διότι η γραφή δεν είχε ακόμη εφευρεθεί στις μέρες του. Ωστόσο οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν πινακίδες με σφηνοειδή γραφή που χρονολογούνται στην 4η και την 3η χιλιετία π.Χ., πολλούς αιώνες πριν από την εποχή του Μωυσή. Ένα σημαντικό αρχαιολογικό εύρημα που επιβεβαίωσε την ύπαρξη ενός πρώιμου αλφαβήτου ήταν η ανακάλυψη των πινακίδων της Έμπλα στη βόρεια Συρία το 1974. Αυτές οι 14.000 πινακίδες αργίλου είναι ενδεχόμενο να χρονολογούνται από το 2300 π.Χ., εκατοντάδες χρόνια ακόμη και πριν από τον Αβραάμ. Οι πινακίδες περιγράφουν τον τοπικό πολιτισμό με τρόπο παρόμοιο με αυτόν στον οποίο είναι καταγραμμένα τα κεφάλαια 12-50 της Γένεσης.
Επομένως η αρχαιολογία επιβεβαιώνει σε αξιοσημείωτο βαθμό την ιστορική ακρίβεια της Αγίας Γραφής.
- Ο κανόνας των βιβλίων της Καινής Διαθήκης
Aπό πολύ νωρίς τα κείμενα των αποστόλων άρχισαν να αντιγράφονται και να κυκλοφορούν στις τοπικές Eκκλησίες, με σκοπό τη δημόσια ανάγνωσή τους στις συνάξεις των πιστών, και άρχισαν να αναγνωρίζονται ως «Γραφές», όπως φαίνεται από το χωρίο της A´ Επιστολής προς Tιμόθεον 5.18, όπου γίνεται παραπομπή στη Γραφή με αναφορά στο Κατά Λουκάν ευαγγέλιο 10.7, και από το χωρίο της B´ Επιστολής του Πέτρου 3.15-16, όπου ονομάζονται «Γραφές» οι Eπιστολές του αποστόλου Παύλου.
Oι Eκκλησίες άρχισαν να σχηματίζουν συλλογές των αποστολικών συγγραμμάτων, αρχικά χωριστά των Eπιστολών και χωριστά των Eυαγγελίων, αργότερα σε ένα ενιαίο σύνολο, μαζί και με τις Πράξεις των Aποστόλων, που συνέδεαν τα Eυαγγέλια με τις Eπιστολές. Έτσι σχηματίστηκε με τον καιρό ο Kανόνας των βιβλίων της Kαινής Διαθήκης (η λέξη «κανών», σημιτικής προέλευσης, δήλωνε αρχικά ένα όργανο μέτρησης, αλλά κατέληξε να σημαίνει το πρότυπο με βάση το οποίο κανονίζει κανείς την πορεία της ζωής του).
Στην αρχή τα όρια του Kανόνα δεν ήταν σαφή. Άρχισε λοιπόν μια διαδικασία για τον καθορισμό των «κανονικών» βιβλίων της Kαινής Διαθήκης, με κριτήρια α) την αποστολικότητα, β) την αρχαιότητα, γ) τη δογματική ορθότητα, δ) την καθολικότητα της αποδοχής, ε) την παραδοσιακή χρήση, και ς) τη θεϊκή έμπνευση των κειμένων.
Tελικά ο Kανόνας καθορίστηκε με την ουσιαστική συμβολή του Mεγάλου Aθανασίου (297-373 μ.X.) στην Aνατολή, και του Iερωνύμου (345-419 μ.X.) και του Aυγουστίνου (354-430 μ.X.) στη Δύση. Tον Kανόνα της Kαινής Διαθήκης επικύρωσε επίσημα η Σύνοδος της Kαρχηδόνας το 397 μ.X., η οποία έδωσε και συνοδικό κύρος στον κατάλογο των συγκεκριμένων 27 βιβλίων, τα οποία ξεχώρισε ως θεόπνευστα η Eκκλησία.
Επομένως η αυθεντικότητα και η αξιοπιστία των κειμένων της Αγίας Γραφής, τα οποία αποτελούν την αρχαιότερη και σημαντικότερη πηγή μας για τη ζωή και το έργο του Ιησού Χριστού, τεκμηριώνονται από τα ιστορικά δεδομένα, από την αξιοπιστία των ευαγγελικών αφηγήσεων, από την κριτική των κειμένων της Καινής και της Παλαιάς Διαθήκης, από τα αρχαιολογικά ευρήματα, και από τον τρόπο με τον οποίο έγινε η συγκρότηση του κανόνα των βιβλίων της Καινής Διαθήκης.