Πριν από 2000 περίπου χρόνια στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας γεννήθηκε ένα παιδί, το οποίο τοποθετήθηκε μέσα σε μια φάτνη, επειδή δεν υπήρχε διαθέσιμο κατάλυμα για την οικογένειά Του. Αυτός ήταν ο ταπεινός ερχομός του Ιησού Χριστού στον κόσμο μας, τον οποίο ακόμη και σήμερα ολόκληρος ο κόσμος γιορτάζει με τη γιορτή των Χριστουγέννων.
Ο Ιησούς έζησε στην αφάνεια μέχρι τα 30 Του χρόνια, όταν και ξεκίνησε τη δημόσια διακονία Του, η οποία διήρκεσε 3 χρόνια, και άλλαξε τη ροή της ιστορίας. Ο Ιησούς συμπεριφερόταν με καλοσύνη, και μαθαίνουμε ότι «ο απλός λαός Τον άκουγε με ευχαρίστηση». Επιπλέον «τους δίδασκε με τρόπο που έδειχνε πως έχει εξουσία και όχι όπως οι νομοδιδάσκαλοι».
Σύντομα έγινε φανερό ότι έκανε εντυπωσιακές και πρωτάκουστες δηλώσεις για τον Εαυτό Του. Άρχισε να παρουσιάζει τον Εαυτό Του ως κάτι περισσότερο από έναν αξιόλογο διδάσκαλο ή προφήτη. Άρχισε να δηλώνει ξεκάθαρα ότι ήταν Θεός. Η σημαντικότερη ερώτηση που έθεσε στους ακολούθους Του ήταν «Εσείς ποιος πιστεύετε ότι Είμαι;». Όταν ο Πέτρος απάντησε λέγοντας «Εσύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του ζωντανού Θεού», ο Ιησούς δεν εντυπωσιάστηκε, ούτε επέπληξε τον Πέτρο. Αντιθέτως τον επιδοκίμασε.
Τη θεϊκή Του υπόσταση τη δήλωσε ξεκάθαρα, και οι ακροατές το κατάλαβαν αυτό πολύ καλά. Γνωρίζουμε ότι «γι’ αυτή λοιπόν τη φράση του Ιησού επιδίωκαν ακόμη περισσότερο οι Ιουδαίοι να Τον σκοτώσουν, γιατί όχι μόνο παραβίαζε το Σάββατο, αλλά και τον Θεό Τον ονόμαζε Πατέρα Του, εξισώνοντας έτσι τον εαυτό Του με τον Θεό». Σε μια άλλη περίσταση ο Ιησούς είπε, «Εγώ και ο Πατέρας μου είμαστε ένα». Αμέσως οι Ιουδαίοι θέλησαν να Τον λιθοβολήσουν. Ο Ιησούς τους ρώτησε για ποιο από τα καλά έργα που έκανε ήθελαν να Τον σκοτώσουν. Εκείνοι αποκρίθηκαν: «Για καλό έργο δεν σε πετροβολούμε, αλλά για ασέβεια, κι επειδή εσύ, ενώ είσαι άνθρωπος, παρουσιάζεις τον εαυτό σου για Θεό».
Ο Ιησούς ισχυριζόταν ότι είχε ιδιότητες που μόνο ο Θεός έχει. Όταν κατέβασαν από την οροφή του σπιτιού έναν παραλυτικό, για να θεραπευτεί από τον Ιησού, Εκείνος είπε: «Παιδί μου οι αμαρτίες σου συγχωρούνται». Αυτό το γεγονός δημιούργησε έντονες αντιδράσεις ανάμεσα στους θρησκευτικούς ηγέτες, που σκέφτηκαν: «Γιατί αυτός ο άνθρωπος μιλά με αυτόν τον τρόπο; Βλασφημεί. Ποιος μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες εκτός από τον Θεό;»
Την κρίσιμη στιγμή που η διακυβευόταν η ζωή Του, ο αρχιερέας τον ρώτησε ευθέως: «Είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Ευλογημένου Θεού;» «Είμαι» απάντησε ο Ιησούς. «Και θα δεις τον Υιό του Ανθρώπου να κάθεται στα δεξιά του Παντοδύναμου και να έρχεται ανάμεσα στις νεφέλες του ουρανού». Τότε ο αρχιερέας ξέσχισε τα ρούχα του και είπε: «Τι ανάγκη έχουμε πια από μάρτυρες; Τα ακούσατε τα βλάσφημα λόγια του».
Τόσο στενός ήταν ο δεσμός Του με τον Θεό, ώστε εξίσωσε τη συμπεριφορά ενός ατόμου προς Αυτόν με τη συμπεριφορά του ατόμου απέναντι στον Θεό. Έτσι το να γνωρίζει κανείς τον Ιησού, σήμαινε να γνωρίζει τον Θεό. Το να βλέπει κανείς τον Ιησού σήμαινε να βλέπει τον Θεό. Το να πιστεύει κανείς στον Ιησού, σήμαινε να πιστεύει κανείς στον Θεό. Το να δέχεται κανείς τον Ιησού σήμαινε ότι δέχεται τον Θεό. Το να μισεί κανείς τον Ιησού σήμαινε ότι μισούσε τον Θεό. Και το να τιμά κάποιος τον Ιησού, σήμαινε να τιμά τον ίδιο τον Θεό.
Οι διακηρύξεις αυτές δεν προερχόταν από ένα άτομο που έκανε αναληθείς δηλώσεις ή που είχε αυταπάτες ή που παρουσίαζε στοιχεία παραφροσύνης, όπως υποστήριξαν μέσα στους αιώνες κάποιοι αρνητές Του, αλλά από ένα άτομο ειλικρινές, συγκροτημένο και ισορροπημένο, με μια εξαιρετική κοινωνική συμπεριφορά και με μια αξιοθαύμαστη ηθική διδασκαλία, σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές που μας παραδίδουν τα ιστορικά στοιχεία για τη ζωή Του. Κάποια από τα στοιχεία που επιβεβαιώνουν την εγκυρότητα των διακηρύξεων του Ιησού είναι τα εξής:
- Η ακεραιότητα του χαρακτήρα Του: Ο Ιησούς Χριστός ήταν αναμάρτητος, σύμφωνα με τη μαρτυρία του αποστόλου Πέτρου: «Αυτός αμαρτία δεν έκανε, κι ούτε βρέθηκε δόλος στο στόμα Του». Το ποιόν της ζωής Του ήταν τέτοιο, ώστε ήταν σε θέση να προκαλεί τους εχθρούς Του με την ερώτηση: «Ποιος από σας μπορεί να με ψέξει για κάποια αμαρτία; Αν λοιπόν σας λέω την αλήθεια, τότε γιατί εσείς δεν με πιστεύετε;» Κανείς όμως δεν αποκρίθηκε στην ερώτησή Του, ακόμα και από αυτούς που θα ήθελαν βρουν κάποιο ψεγάδι στον χαρακτήρα Του.
- Η εξουσία Του επάνω στις δυνάμεις της φύσης: Σταμάτησε μια τρομερή καταιγίδα με τεράστια κύματα στη θάλασσα της Γαλιλαίας. Η ενέργειά Του αυτή οδήγησε αυτούς που βρίσκονταν στην ίδια βάρκα μαζί Του να αναρωτηθούν: «Ποιος λοιπόν είναι αυτός, που και ο άνεμος και η θάλασσα Τον υπακούνε;» Αυτός μετέτρεψε το νερό σε κρασί, τάισε 5.000 ανθρώπους έχοντας μόνο 5 καρβέλια ψωμί και 2 ψάρια, ανάστησε από τους νεκρούς τον μοναχογιό μιας θλιμμένης χήρας, και έφερε στη ζωή τη νεκρή κόρη ενός συντριμμένου πατέρα. Σε έναν παλιό φίλο Του, είπε «Λάζαρε, βγες έξω!» ανασταίνοντάς τον έτσι από τους νεκρούς. Είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι οι εχθροί Του δεν αρνήθηκαν το θαύμα αυτό. Αντιθέτως, άρχισαν να συζητούν πώς θα Τον σκοτώσουν. «Αν τον αφήσουμε να συνεχίσει έτσι, θα πιστέψουν όλοι σ’ αυτόν, οπότε θα έρθουν οι Ρωμαίοι και θα αφανίσουν και τον τόπο μας και το έθνος μας».
- Η εξουσία Του επάνω στις αρρώστιες και τις αναπηρίες: Έκανε παράλυτους να περπατήσουν, μουγκούς να μιλήσουν και τυφλούς να δουν. Μερικές από τις θεραπείες Του πραγματοποιήθηκαν πάνω σε ασθένειες εκ γενετής, οι οποίες δεν μπορούσαν να αντιμετωπιστούν ιατρικά. Η πιο σημαντική θεραπεία ίσως να ήταν αυτή του τυφλού άντρα που καταγράφεται στο 9ο κεφάλαιο του Κατά Ιωάννην ευαγγελίου. Αν και ο συγκεκριμένος άντρας δεν μπορούσε να δώσει απαντήσεις στους συνανθρώπους του, που τον ρωτούσαν συνεχώς γεμάτοι περιέργεια, παρόλα αυτά η εμπειρία του ήταν αρκετή για να τον πείσει για τη θεϊκή εξουσία του Ιησού. «Ένα πράγμα ξέρω. Ήμουν τυφλός, αλλά τώρα βλέπω!» δήλωσε. Έμεινε έκπληκτος που οι συμπατριώτες του δεν αναγνώριζαν τον θεραπευτή του ως Υιό του Θεού. «Από τη δημιουργία του κόσμου κι εδώ δεν ξανακούστηκε να έχει ανοίξει κανείς τα μάτια κάποιου που γεννήθηκε τυφλός». Γι’ αυτόν ήταν ξεκάθαρο ότι ο Ιησούς ενεργούσε με θεϊκή δύναμη.
- Η ανάστασή Του από τους νεκρούς: Κατά τη διάρκεια της ζωής Του επανειλημμένα προανήγγειλε ότι θα πέθαινε, και ότι μετά από 3 ημέρες θα ανασταινόταν από τους νεκρούς και θα εμφανιζόταν στους μαθητές Του. Τόσο οι ακόλουθοι όσο και οι αντίπαλοι της χριστιανικής πίστης έχουν αναγνωρίσει την ανάσταση του Χριστού ως θεμέλιο λίθο της πίστης αυτής. Ο κορυφαίος απόστολος Παύλος έγραψε: «Κι αν ο Χριστός δεν έχει αναστηθεί, τότε είναι χωρίς νόημα το κήρυγμά μας, άσκοπη είναι και η πίστη σας». Ο απόστολος Παύλος βάσισε ολόκληρη την επιχειρηματολογία του πάνω στη φυσική ανάσταση του Χριστού. Αν πράγματι αναστήθηκε από τους νεκρούς, αυτό ήταν το πιο εντυπωσιακό γεγονός σε ολόκληρη την ανθρώπινη ιστορία.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η επίθεση που γίνεται εναντίον του Χριστιανισμού από τους αντιπάλους του επικεντρώνεται πολύ συχνά στην Ανάσταση του Ιησού, γιατί απλούστατα αυτό το γεγονός αποτελεί το κεντρικό θέμα της πίστης. Μια αξιοσημείωτη επίθεση ήταν αυτή που έγινε στις αρχές της δεκαετίας του 1930 από έναν νεαρό Βρετανό δικηγόρο, τον Frank Morrison. Αυτός πίστευε ότι η Ανάσταση ήταν απλώς ένας μύθος και μια φαντασία. Γνωρίζοντας ότι η Ανάσταση ήταν ο θεμελιώδης λίθος της χριστιανικής πίστης, αποφάσισε να κάνει στον κόσμο τη χάρη να ανατρέψει μια και καλή αυτή την απατηλή, όπως νόμιζε, δεισιδαιμονία. Ως δικηγόρος, ένιωσε ότι είχε τις κριτικές ικανότητες για να περάσει από «κόσκινο» τις μαρτυρίες της Ανάστασης, και να μην τις αποδεχθεί, αν δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις και τα κριτήριά του, τα οποία χρησιμοποιούνται γενικότερα στα σύγχρονα δικαστήρια.
Ωστόσο, καθώς ο Frank Morrison έκανε τις έρευνές του, διαπίστωσε ότι η ανατροπή των ιστορικών μαρτυριών για την Ανάσταση δεν ήταν τόσο εύκολη όσο είχε υποθέσει. Το αποτέλεσμα ήταν να μετονομάσει το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του από «Ποιος μετακίνησε την πέτρα;» σε «Το βιβλίο που αρνείται να γραφεί». Μέσα σε αυτό περιέγραψε πώς, καθώς μελετούσε τις μαρτυρίες, πείστηκε ενάντια στην θέλησή του σχετικά με το γεγονός της σωματικής Ανάστασης του Χριστού.
Τα γεγονότα που σχετίζονται με την Ανάσταση του Ιησού Χριστού, σύμφωνα με τις ιστορικές μαρτυρίες των πηγών που καταγράφουν τα αντίστοιχα γεγονότα, θα μπορούσαν να συνοψιστούν ως εξής:
(α) Ο θάνατος του Ιησού έγινε με δημόσια εκτέλεση σε σταυρό. Οι τοπικοί άρχοντες της εποχής είπαν ότι η αιτία της καταδίκης Του σε θάνατο ήταν η βλασφημία. Αφού βασανίστηκε απάνθρωπα, τα χέρια και τα πόδια του Ιησού καρφώθηκαν επάνω σε έναν σταυρό, ο οποίος ανυψώθηκε, οδηγώντας Τον σε αργό και βασανιστικό θάνατο. Ένα ξίφος διαπέρασε τα πλευρά Του για να επιβεβαιώσει τον θάνατό Του.
Έπειτα το σώμα του Ιησού τυλίχτηκε σε αρωματισμένα λινά υφάσματα, και τοποθετήθηκε σε ένα ένα κοίλωμα πέτρινου βράχου, το οποίο για ασφάλεια σφραγίστηκε με μία μεγάλη πέτρα. Επειδή ο Ιησούς είχε πει δημόσια ότι θα ανασταινόταν από τους νεκρούς μέσα σε 3 μέρες, μια φρουρά εκπαιδευμένων Ρωμαίων στρατιωτών τοποθετήθηκε εκεί, για να φρουρεί τον τάφο. Και μια επίσημη Ρωμαϊκή σφραγίδα τέθηκε πάνω στην είσοδο του τάφου, δηλώνοντας ότι αυτός ήταν περιουσία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Παρ’ όλα αυτά, ύστερα από τρεις μέρες το σώμα έλειπε. Μόνο τα λινά υφάσματα, με τα οποία είχε τυλιχτεί το σώμα του Ιησού, παρέμειναν. Ο ογκόλιθος που σφράγιζε τον τάφο, βρέθηκε κυλισμένος λίγο πιο μακριά από τον τάφο.
(β) Έγινε προσπάθεια να διαδοθεί ότι οι μαθητές του Ιησού έκλεψαν το σώμα Του. Στο Κατά Ματθαίον ευαγγέλιο βρίσκουμε την καταγραφή της αντίδρασης των αρχιερέων και των πρεσβυτέρων, όταν οι Ρωμαίοι φρουροί τούς ανήγγειλαν ότι το σώμα του Ιησού έλειπε. Τότε έδωσαν λεφτά στους στρατιώτες, και τους είπαν να διαδώσουν τη φήμη ότι οι μαθητές του Ιησού είχαν έρθει μέσα στη νύχτα και είχαν κλέψει το σώμα, ενώ αυτοί κοιμούνταν, διαβεβαιώνοντάς τους ότι θα φρόντιζαν εκείνοι να μην τιμωρηθούν που κοιμήθηκαν σε ώρα υπηρεσίας. Ένας τέτοιος ισχυρισμός βέβαια θα ακουγόταν γελοίος σε οποιοδήποτε δικαστήριο, γιατί κανένας δικαστής δεν θα έπαιρνε σοβαρά κάποιον που θα ισχυριζόταν ότι γνωρίζει τι συνέβη γύρω του, ενώ αυτός κοιμόταν.
Από την άλλη μεριά το να κλέψουν οι μαθητές το σώμα του Χριστού ήταν κάτι τελείως αντίθετο με τον χαρακτήρα τους και με ό,τι γνωρίζουμε γι’ αυτούς. Ήταν φοβισμένοι και απογοητευμένοι, και δεν θα ήταν δυνατόν να επιχειρήσουν οτιδήποτε άοπλοι ενάντια στην πάνοπλη ρωμαϊκή φρουρά. Αν όμως υποθέσουμε ότι, παρ’ όλα αυτά, οι μαθητές πήραν το σώμα του Ιησού, αυτό θα σήμαινε ότι θα γνώριζαν ότι, διακηρύττοντας την Ανάσταση του Ιησού Χριστού, διακηρύττουν ένα ψέμα. Ωστόσο οι μαθητές ήταν έτοιμοι να δώσουν τη ζωή τους διακηρύττοντας την Ανάσταση, και πολλοί από αυτούς βίωσαν απάνθρωπα βασανιστήρια μένοντας σταθεροί στις απόψεις και την πίστη τους. Κανένας άνθρωπος όμως δεν είναι διατεθειμένος να δώσει τη ζωή του υπερασπιζόμενος ένα ψέμα. Επομένως οι μαθητές του Ιησού ήταν βέβαιοι για την Ανάστασή Του, και δεν είχαν καμιά αμφιβολία, καθώς ο Ιησούς είχε εμφανιστεί σ’ αυτούς και μετά την Ανάστασή Του.
(γ) Οι αντίπαλοι του Ιησού δεν είχαν το σώμα Του. Η Ανάσταση του Ιησού επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι κανένας από τους αντιπάλους του Ιησού δεν είχε στη διάθεσή του το άψυχο σώμα Του. Ούτε οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι της Ιερουσαλήμ, οι οποίοι Τον καταδίκασαν, ούτε οι ρωμαϊκές αρχές, που ανέλαβαν την εκτέλεση της θανατικής καταδίκης Του, μπορούσαν να παρουσιάσουν το άψυχο σώμα του Ιησού, για να εμποδίσουν τη διακήρυξη της Ανάστασης από τους μαθητές Του. Γι’ αυτό και οι θρησκευτικοί ηγέτες της Ιερουσαλήμ συνέλαβαν τους αποστόλους, τους έδειραν και τους απείλησαν, προσπαθώντας να τους φιμώσουν.
Επομένως τα ιστορικά δεδομένα δεν αφήνουν καμία αμφιβολία για την Ανάσταση του Ιησού Χριστού από τους νεκρούς.
Ο αναστημένος Ιησούς Χριστός είναι και σήμερα είναι Ζωντανός, και επιθυμεί να έχει μια προσωπική βιωματική σχέση μαζί μας. Χρειάζεται όμως εμείς, με την ελεύθερη θέλησή μας, να αποδεχτούμε με μετάνοια και πίστη την απολυτρωτική Του θυσία επάνω στον σταυρό, και να Τον καλέσουμε να έρθει και να κυριαρχήσει στη ζωή μας. Ο Ιησούς είπε: «Δες με, στέκομαι μπροστά στην πόρτα και κτυπώ. Αν κάποιος ακούσει τη φωνή μου και ανοίξει την πόρτα, θα μπω μέσα, και θα δειπνήσω μαζί του, κι αυτός μαζί μου». Τα λόγια αυτά αποτελούν υπόσχεση για μια άμεση προσωπική σχέση μαζί Του, που θα δώσει καινούριο νόημα στη ζωή μας. Άλλωστε ο Ιησούς είπε: «Εγώ ήρθα για να έχουν τα πρόβατά μου ζωή, και μάλιστα ζωή περίσσια». Επειδή ο Ιησούς πέθανε επάνω στο σταυρό σηκώνοντας όλη την ανθρώπινη αμαρτία, τώρα μας προσφέρει συγχώρηση, αποδοχή, και μια γνήσια σχέση μαζί Του.
Μια προσευχή που μπορεί να εκφράσει την επιθυμία μας για προσωπική αποδοχή του Ιησού Χριστού στη ζωή μας θα μπορούσε να είναι η εξής: «Ιησού Χριστέ, Σε ευχαριστώ για την αγάπη Σου. Σε ευχαριστώ που σταυρώθηκες για τις αμαρτίες μου. Εσύ γνωρίζεις τη ζωή μου, και ότι έχω ανάγκη από τη συγχώρησή Σου. Σε παρακαλώ, έλα στη ζωή μου τώρα, και συγχώρησε τις αμαρτίες μου. Θέλω ειλικρινά να σε γνωρίσω. Σε ευχαριστώ που Εσύ θέλησες να έχεις μια προσωπική σχέση μαζί μου. Αμήν».