Οι επιλογές που κάνουμε στη ζωή μας βασίζονται συχνά στη λογική μας, πολλές φορές όμως λειτουργούμε παρορμητικά, ακολουθώντας τα συναισθήματά μας. Γι’ αυτό είναι σημαντικό να καταλάβουμε όσο γίνεται καλύτερα πώς λειτουργεί ο συναισθηματικός μας κόσμος.
Ο Φαίδων Καλοτεράκης, Υπεύθυνος του Κέντρου Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων ΙΘΑΚΗ, γράφει:
«Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κατανοήσουμε σχετικά με τα συναισθήματά μας είναι η πολυπλοκότητά τους. Αν και οι περισσότεροι επιστήμονες συμφωνούν ότι τα βασικά συναισθήματα είναι έξι (η χαρά, η έκπληξη, ο φόβος, η απέχθεια, ο θυμός και η λύπη), και ότι τα υπόλοιπα απορρέουν από αυτά τα έξι, οι αποχρώσεις τους είναι τόσο λεπτές, που το κάνει δύσκολο να τα ξεχωρίσουμε. Είναι, για παράδειγμα, τόσο διαφορετική η ζήλεια από τον φθόνο ή η ενόχληση από τον εκνευρισμό; Μήπως είναι το ίδιο πράγμα; Γνωρίζουμε επίσης ότι τα συναισθήματα έχουν διαφορετικά επίπεδα έντασης. Μπορεί να χαιρόμαστε λίγο για κάτι που μας συνέβη ή να είμαστε χαρούμενοι για κάτι άλλο σε σημείο έκστασης. Ακόμη, είναι φορές που νιώθουμε δύο συναισθήματα ταυτόχρονα (π.χ. νευρικότητα και ενθουσιασμό, λύπη και ανακούφιση).
Παρόλο που είναι φυσιολογικό να έχουμε την τάση να καταπιέζουμε τα συναισθήματα που μας είναι δυσάρεστα, θεωρώ ότι όλα έχουν τελικά ένα θετικό πρόσημο. Ο φόβος φυλάει τα έρμα, ο θυμός μάς βοηθάει να έχουμε πιο ξεκάθαρες σχέσεις με τους άλλους, το άγχος συχνά μας οδηγεί σε καλύτερες επιδόσεις, το να νιώθουμε μετανιωμένοι για κάτι μας κάνει να αποφεύγουμε τα ίδια λάθη, ο πόνος “ευθύνεται” για μερικά από τα πιο σπουδαία έργα της ανθρώπινης δημιουργίας.
Όταν βιώνουμε ένα συναίσθημα, αναγνωρίζουμε τρεις διαστάσεις: τη σωματική διάσταση, τη νοητική διάσταση και τη συμπεριφορική διάσταση. Θα αναφέρω ένα παράδειγμα, για να το καταλάβουμε καλύτερα. Γυρίζουμε κατάκοποι στο δωμάτιο του ξενοδοχείου μας, και θέλουμε να κάνουμε ένα καυτό μπάνιο. Ανοίγουμε τη ντουζιέρα στο ζεστό, αλλά τίποτα, βγαίνει μόνο κρύο νερό. Χτυπάμε με το χέρι μας θυμωμένοι τη ντουζιέρα (συμπεριφορική διάσταση), ταυτόχρονα νιώθουμε ένταση στους μυς μας, ίσως ταχυκαρδία και η αναπνοή μας γίνεται πιο γρήγορη (σωματική διάσταση), ενώ παράλληλα σκεφτόμαστε ότι δεν θα ξανάρθουμε σ᾽ αυτό το ξενοδοχείο, ότι δεν είναι σωστοί επαγγελματίες ή ότι πολλά πληρώνουμε (νοητική διάσταση). Κάθε φορά που βιώνουμε ένα συναίσθημα, περνάμε από αυτά τα τρία στάδια, όχι βέβαια πάντα με την ίδια σειρά.
Είναι ιδιαίτερα σημαντικό επίσης να είμαστε σε επαφή με τη διαίσθησή μας. Ο Αϊνστάιν θεωρούσε τη διαίσθηση άμεση γνώση, και έλεγε ότι η διαίσθηση δεν έρχεται σ᾽ ένα απροετοίμαστο μυαλό. Η διαίσθηση συνδέει το συναίσθημα με τη λογική, το υποσυνείδητο με το συνειδητό. Είναι καλό να εστιάζουμε στη διαίσθησή μας και να της δίνουμε προσοχή, να ακούμε το σώμα μας και τα σημάδια που μας δείχνει. Είναι πολλαπλά ωφέλιμο επίσης να εμπιστευόμαστε με ευθυκρισία και τη διαίσθηση των άλλων.
Στη βαθύτερη κατανόηση των συναισθημάτων μάς βοηθάει καθοριστικά και η ονοματοδότησή τους, μιας και δεν είμαστε πάντοτε σίγουροι για το πώς αισθανόμαστε. Η ονοματοδότηση είναι μια εσωτερική διεργασία, που κάνει το τοπίο πιο ξεκάθαρο. “Είμαι χαρούμενος, γιατί είναι μια ωραία μέρα, γιατί νίκησε η ομάδα μου, γιατί οι ιατρικές εξετάσεις ήταν καλές”. Αυτή η διαδικασία μάς οδηγεί στη συνειδητοποίηση ότι τα συναισθήματά μας μάς ανήκουν, είναι ολόδικά μας. Δεν ρίχνουμε δηλαδή το φταίξιμο και την ευθύνη για το πώς νιώθουμε στους άλλους. Δεν λέμε στον εαυτό μας ή και στους γύρω μας “με ντρόπιασες” αλλά “νιώθω ντροπή”, “μ᾽ έβγαλες από τα ρούχα μου” αλλά “βγήκα από τα ρούχα μου”.
Σ᾽ αυτό το πλαίσιο, είναι καίριο να καταλαβαίνουμε τι πυροδοτεί τα συναισθήματά μας, ποια με άλλα λόγια είναι η σκανδάλη (trigger) που προκαλεί την αυτόματη αντίδρασή μας. Ιδιαίτερη σημασία εδώ έχει το να αντιληφθούμε ποιες είναι ειδικά οι περιστάσεις που μας κάνουν ευάλωτους και μας οδηγούν σε σφοδρές αντιδράσεις.
Το επόμενο βήμα είναι και το πιο πρακτικό, το “διά ταύτα”, όπως λέμε: πώς μπορούμε να διαχειριστούμε τα συναισθήματά μας.
Η διαχείριση των συναισθημάτων μας
Είναι αδύνατο να αναφερθούμε σ᾽ όλη τη γκάμα των συναισθημάτων. Ξεχώρισα αυτά που θεωρώ ότι είναι και τα πιο δύσκολα στη διαχείρισή τους.
Απογοήτευση: Καταρχήν αποδεχόμαστε το ό,τι έγινε, έγινε. Όσο κι αν είμαστε απογοητευμένοι, μπορούμε να μάθουμε κάτι από αυτό που συνέβη και μας απογοήτευσε. Μπορεί να κινητοποιηθούμε και να πάρουμε μια απόφαση, για να προχωρήσουμε. Προετοιμαζόμαστε για την επόμενη φορά προσαρμόζοντας τις προσδοκίες μας. Σε περίπτωση απογοήτευσης η προσευχή του Γερμανοαμερικανού θεολόγου Reinhold Niebuhr αποκτά ιδιαίτερο νόημα:
“Κύριε, σε παρακαλώ, δώσε μου
τη γαλήνη να υπομένω τα πράγματα που δεν μπορώ να αλλάξω,
το θάρρος να αλλάξω αυτά που μπορώ,
και τη σοφία να καταλαβαίνω τη διαφορά”.
Επειδή το τι μπορούμε να αλλάξουμε είναι κάτι το πεπερασμένο, οι ρεαλιστικές προσδοκίες μάς βοηθάνε να περιορίσουμε μια πιθανή απογοήτευση.
Στρες: Το στρες το βιώνουμε, όταν καλούμαστε να λειτουργήσουμε κάτω από μεγάλη ψυχική πίεση, ενώ το άγχος προέρχεται από την ανησυχία μας για κάτι. Μόλις μας συμβεί, αναγνωρίζουμε και αποδεχόμαστε την αίσθηση που μας κατακλύζει. Ρίχνουμε τους ρυθμούς μας, πάμε πιο αργά, και παίρνουμε χρόνο για ανάσες. Με το που θα ηρεμήσουμε, βάζουμε προτεραιότητες για το τι είναι πραγματικά σημαντικό να γίνει πρώτα και, φυσικά, δίνουμε περισσότερο χρόνο στον εαυτό μας.
Φθόνος: Χωρίς να στρουθοκαμηλίζουμε, αναγνωρίζουμε τον φθόνο μας για κάποιον άλλον. Χρειάζεται οπωσδήποτε να σταματήσουμε να συγκρίνουμε τον εαυτό μας με άλλους, μια τέτοια σύγκριση μπορεί να γίνει πηγή μεγάλης μιζέριας και δυστυχίας. Αποδεχόμαστε το γεγονός ότι ο άλλος έχει αυτό που δεν έχουμε. Μπορούμε, αν θέλουμε, να μετατρέψουμε τον φθόνο σε στόχο, να ᾽χουμε και εμείς δηλαδή αυτό που έχουν οι άλλοι. Επειδή αυτό το τελευταίο λειτουργεί σε συγκεκριμένες μόνο καταστάσεις, αυτό που σίγουρα μπορούμε να κάνουμε είναι να βλέπουμε όλη την εικόνα, ότι και οι άλλοι δηλαδή έχουν τα προβλήματά τους.
Λύπη: Η λύπη συνήθως προέρχεται είτε από απώλεια είτε από αποτυχία. Επιτρέπουμε στον εαυτό μας να είμαστε λυπημένοι και, ναι, κλαίμε (ακόμη και ο Χριστός έκλαψε). Αν έχουμε καλλιτεχνική φλέβα, μπορούμε να γράψουμε, να ζωγραφίσουμε, να συνθέσουμε μουσική γι᾽ αυτό που μας στενοχωρεί. Μιλάμε με κάποιον φίλο ή συγγενή ή –ακόμα– και ψυχοθεραπευτή, είναι πολύ ανακουφιστικό το ξεφόρτωμα. Χαρίζουμε μικρές απολαύσεις στον λυπημένο εαυτό μας: μασάζ, φαγητό, σινεμά, μουσική. Δίνουμε στον εαυτό μας χρόνο να προσαρμοστεί, και σκεφτόμαστε ή σχεδιάζουμε ένα καλύτερο μέλλον. Χρειάζεται εδώ να επιστήσω την προσοχή μας σε σχέση με το φαγητό, το οποίο είναι απόλαυση, μπορεί όμως και να εξελιχθεί σε παγίδα. Επειδή είναι ένας εύκολος και γρήγορος τρόπος διαχείρισης δυσάρεστων συναισθημάτων, πιθανόν να γίνει προβληματικό, και να τρώμε χωρίς να πεινάμε. Αυτό πιθανώς να μας βάλει σ᾽ έναν φαύλο κύκλο φαγητού-ενοχής-φαγητού-ενοχής και πάει λέγοντας. Οι Γερμανοί, μάλιστα, έχουν μια ξεχωριστή λέξη για το πάχος που βάζουμε εξαιτίας της στενοχώριας: “Kummerspeck” (“μπέικον της λύπης”).
Θυμός: Δεν είναι απαραίτητα κάτι το αρνητικό, αντίθετα μπορεί να είναι ο θυμός αυτός που θα μας κινητοποιήσει για κάτι μεγάλο ή ουσιαστικό. Στη διαχείρισή του είναι σημαντική η σωματική διάσταση. Όταν θυμώνουμε, κρίνεται απαραίτητο να μάθουμε να αναγνωρίζουμε τα σωματικά σημάδια, να παίρνουμε βαθιές αναπνοές και να βρίσκουμε διεξόδους αποφόρτισης. Μια φίλη και εξαιρετική συνάδελφος στην Κωνσταντινούπολη, η Melike, εργάζεται ως ψυχοθεραπεύτρια σε μια κοινωνική υπηρεσία που στεγάζεται σ᾽ ένα παλιό τζαμί. Όταν “φορτώνει” με θυμό, ανεβαίνει στον εγκαταλελειμμένο μιναρέ, και ουρλιάζει στον ορίζοντα. Μετά, χαλαρή, μπορεί να συνεχίσει με τις θεραπευτικές της συνεδρίες. Μετά από μια τέτοια αποφόρτιση έχουμε τη δυνατότητα να σκεφτούμε ψύχραιμα για τα επόμενα βήματα, και να ψάξουμε όλες τις εναλλακτικές πιθανές λύσεις.
Μοναξιά: Να διευκρινίσουμε ότι άλλο η μοναξιά και άλλο η μοναχικότητα. Η μοναχικότητα είναι ένας επιλεγμένος τρόπος ζωής, πολλές φορές πολύ δημιουργικός, ενώ η μοναξιά είναι το συναίσθημα του να νιώθεις μόνος και έρμος. Η θετική διάσταση της μοναξιάς είναι ότι λειτουργεί ως υπενθύμιση της ανάγκης της επαφής. Τη διαχειριζόμαστε με το να βρίσκουμε πράγματα που μας κάνουν να νιώθουμε καλά. Την καταπολεμάμε με το να ανταμώνουμε με ανθρώπους με παρόμοια ενδιαφέροντα ή, όταν είναι ανάγκη, να ξεκινάμε ή να συνδεόμαστε με κάποια ομάδα αυτοβοήθειας. Μπορούμε επίσης να κάνουμε εθελοντισμό ή να πάρουμε ένα κατοικίδιο.
Ενοχή: Το κατ᾽ εξοχήν όπλο της θρησκοληψίας, “ανθεί” ιδιαίτερα στους μεσογειακούς λαούς σαν τον δικό μας. Αρχική ανάγκη, όταν νιώθουμε ένοχοι, είναι να διευκρινίσουμε αν η ενοχή είναι πραγματική ή φανταστική. Την πραγματική ενοχή πρέπει να τη διαχειριστούμε χωρίς υπερβολές, και σε περίπτωση φταιξίματός μας η καλύτερη διαχείριση είναι να ζητήσουμε συγγνώμη. Αντίθετα, η φανταστική ενοχή μάλλον μας δείχνει ότι είμαστε λυπημένοι ή θυμωμένοι με τον εαυτό μας.
Η ανάπτυξη της συναισθηματικής νοημοσύνης
Εδώ η λέξη-κλειδί είναι η λέξη “αλλαγή”. Αναφερθήκαμε στον φόβο για αλλαγή στην αρχή του κεφαλαίου. Η εσωτερική μας ανάπτυξη ξεκινά όμως από την αλλαγή. Στην αρχή επιδιώκουμε μικρές αλλαγές, μετά αλλάζουμε τη ρουτίνα μας. Ο Δαρβίνος έλεγε: “Δεν είναι τα πιο ισχυρά είδη που επιβιώνουν, ούτε τα πιο ευφυή, αλλά τα πιο δεκτικά στην αλλαγή”. Το διακύβευμα είναι πολύ σημαντικό: η ανάπτυξη της συναισθηματικής μας νοημοσύνης. Για να συμβεί αυτό χρειαζόμαστε να δουλέψουμε με τον χαρακτήρα μας κάποιες συγκεκριμένες ποιότητες, αναφέρω μερικές ενδεικτικά:
Θάρρος: Ο φόβος και το θάρρος πάνε μαζί. Θάρρος δεν σημαίνει να μην φοβόμαστε. Θάρρος σημαίνει να κάνουμε κάτι ΕΠΕΙΔΗ φοβόμαστε, να διαλέγουμε να κάνουμε κάτι που φοβόμαστε.
Υπομονή: Η καθημερινότητά μας είναι γεμάτη με αφορμές για να χάνουμε την υπομονή μας. Η υπομονή έχει σχέση με τον χρόνο: πάντα κάτι ή κάποιος αργεί. Και στην περίπτωση αυτή, είναι αναγκαίο να αναγνωρίζουμε τα σημάδια της ανυπομονησίας μας, να μην “φορτώνουμε”, αλλά να σχεδιάζουμε τη διαχείρισή της. Για παράδειγμα, όταν πηγαίνω σε τράπεζες ή δημόσιες υπηρεσίες, και προβλέπω ότι ο χρόνος αναμονής θα είναι μεγάλος, κουβαλάω πάντα ένα βιβλίο τσέπης μαζί μου, συνήθως αστυνομικό, μετατρέποντας έτσι μια ελαφρώς ψυχοφθόρα διαδικασία σε κάτι το ευχάριστο. Πρέπει επίσης να παίρνουμε σοβαρά υπόψη μας τους διαφορετικούς ρυθμούς των άλλων, γιατί είναι πιθανόν η ανυπομονησία μας να τους δημιουργεί περισσότερο άγχος, και να τους αποσυντονίζει.
Αποδοχή: Ο γιος μου ο Φίλιππος, που ανάμεσα σε πολλά άλλα είναι και ναυαγοσώστης, λέει ότι μια από τις πιο απαραίτητες ναυαγοσωστικές οδηγίες είναι ότι δεν κολυμπάς ποτέ κόντρα στο ρεύμα. Ξεκινάμε λοιπόν με το να αποδεχόμαστε τις μικροενοχλήσεις και τα μικρά πράγματα που μας “τη δίνουν”, και δεν τα αφήνουμε συνήθως να πέσουν κάτω. Ταυτόχρονα επιτρέπουμε στον εαυτό μας να νιώσει ενοχλημένος, τσαντισμένος ή απογοητευμένος, με αποτέλεσμα να μη σπαταλάμε ενέργεια για ασήμαντα πράγματα, αλλά αντίθετα να την αποθηκεύουμε.
Αποφασιστικότητα: Ξέρουμε καλά ότι τα συναισθήματά μας επηρεάζουν τις επιλογές μας και τις αποφάσεις μας. Στη λήψη αποφάσεων η ισορροπία ανάμεσα στο μυαλό και στη διαίσθηση έχει μεγάλη αξία. Χρησιμοποιούμε λοιπόν το μυαλό μας και εμπιστευόμαστε τη διαίσθησή μας, και πορευόμαστε. Αποδεχόμαστε, εκτός των άλλων, και την αβεβαιότητα. Παίρνουμε μια απόφαση, παρόλο που η έκβαση είναι άγνωστη, γιατί, έτσι κι αλλιώς, οι αποφάσεις μας μάς ανήκουν.
Οριοθέτηση: Όπως θα δούμε σ᾽ ένα επόμενο κεφάλαιο, η αγάπη βάζει όρια. Η οριοθέτηση φυσικά απαιτεί αυτοπειθαρχία, και αυτή η αυτοπειθαρχία αρχίζει με την αναγνώριση των τομέων της ζωής μας που η οριοθέτηση είναι αδύναμη. Θυμόμαστε πάντα ότι τελικά δεν είμαστε υπεύθυνοι για την ευτυχία των άλλων.
Ενσυναίσθηση: Μία εξαιρετική και άκρως απαραίτητη ποιότητα στην προσπάθειά μας να αναπτύξουμε τη συναισθηματική νοημοσύνη μας. Το να νιώθουμε τον άλλον απαιτεί τεράστια υπέρβαση του εγωκεντρικού εαυτού μας. Για παράδειγμα, πρώτα ακούμε και μετά σκεφτόμαστε τι θα πούμε. Δεν λέμε “ξέρω τι νιώθεις”, “ξέρω τι περνάς” αλλά “στενοχωριέμαι πολύ γι᾽ αυτό που σου συνέβη” και “πρέπει να είναι πολύ οδυνηρό για σένα”.
Συμβιβασμός: Χωρίς συμβιβασμούς δεν μπορούμε να συνυπάρξουμε με άλλους. Στα σεμινάρια που κάνω, όταν αναφέρομαι στη συντροφική σχέση, ρωτάω συνήθως τους εκπαιδευόμενους να μου πουν μια λέξη που αρχίζει από σίγμα και είναι η πιο σημαντική έννοια σχετικά με τη συντροφικότητα. Οι εννιά στους δέκα λένε “σεβασμός”, και εκπλήσσονται, όταν τους αντιπροτείνω τον “συμβιβασμό”. Πολλοί από εμάς μπαίνουμε σε μια συντροφική σχέση προτάσσοντας το “εγώ δεν συμβιβάζομαι”, όπου συνήθως η έμφαση είναι στο “εγώ”. Ειδικά η ερωτική σχέση είναι ένας χορός για δύο: κάποτε ο ένας οδηγεί και ο άλλος ακολουθεί, και κάποτε συμβαίνει το αντίστροφο. Τις πιο πολλές φορές ο συμβιβασμός έρχεται μέσα από διαπραγμάτευση. Η οποιαδήποτε διαπραγμάτευση πρέπει να γίνεται με σεβασμό για τα συναισθήματα των άλλων. Πριν διαπραγματευτούμε, ζυγίζουμε τα πράγματα και σκεφτόμαστε το θέμα καλά. Δηλώνουμε ξεκάθαρα το τι θέλουμε ή το τι δεν θέλουμε, καθώς επίσης και το πώς νιώθουμε. Εφοδιαζόμαστε με μια πλατιά γκάμα επιλογών σε συμβιβασμούς, και στο τέλος εστιάζουμε σ᾽ αυτό που έχει επιτευχθεί, όχι σ᾽ αυτό που χάσαμε στη διαπραγμάτευση.
Ο κόσμος των συναισθημάτων είναι ένα ξεχωριστό, μεγαλειώδες σύμπαν. Ένα σύμπαν που όσο πιο πολύ το εξερευνούμε και το ανακαλύπτουμε, τόσο πιο πολύ μας αποκαλύπτει τον μαγικό του πλούτο. Η αποκάλυψη αυτή κάποιες φορές μάς τρομάζει, και άλλες μας αφήνει έκθαμβους. Η πρόκληση λοιπόν για προσωπική ανάπτυξη είναι μεγάλη.
Και κάτι ακόμα, ως επιμύθιο. Επειδή η ζωή είναι και σύντομη και δύσκολη, έχουμε μεγάλη ανάγκη να την απολαύσουμε. Αναπτύσσοντας τη συναισθηματική μας νοημοσύνη απολαμβάνουμε τη ζωή σε μεγαλύτερο πλάτος και βάθος».1Από το βιβλίο του Φαίδωνα Καλοτεράκη, Η αγάπη στο τέλος (εκδόσεις «Αρχονταρίκι»).
Ο Γρηγόριος Νύσσης γράφει: «Όπως στις πιο σκοτεινές σπηλιές, όταν κάποιος φέρει μέσα φως, το σκοτάδι εξαφανίζεται, έτσι, όταν έρχεται το θέλημά Σου μέσα μου, κάθε πονηρή και ανάρμοστη διάθεση της ελεύθερης βούλησής μου γίνεται ανύπαρκτη. Γιατί η αυτοκυριαρχία θα καταλαγιάσει την αχαλίνωτη και παθιασμένη ορμή της σκέψης, η ταπεινοφροσύνη θα καταβροχθίσει την αλαζονεία, η μετριοπάθεια θα θεραπεύσει την αρρώστια της υπερηφάνειας, και η αρετή της αγάπης θα εκδιώξει έναν μεγάλο κατάλογο από τις αντίπαλες κακοπάθειες της ψυχής· γιατί σ’ αυτήν υποχωρεί το μίσος, ο φθόνος, η αγανάκτηση, η οργισμένη αναστάτωση, η οξύθυμη διάθεση, η δολοπλοκία, η προσποίηση, η ανάμνηση των θλιβερών, η διάθεση για ανταπόδοση όσων μας λύπησαν, η ζέση του αίματος γύρω από την καρδιά, το αγριοκοίταγμα, όλη η αγέλη των κακοπαθειών αυτού του είδους εξαφανίζεται με την αγαπητική διάθεση».2Γρηγόριος Νύσσης, Εἰς τὴν προσευχὴν λόγοι, Λόγος 4, σ. 270.16-29 Oehler: Ὥσπερ γὰρ ἐν τοῖς ζοφώδεσι τῶν σπηλαίων φωτὸς εἰσκομισθέντος ὁ ζόφος ἐξαφανίζεται, οὕτω τοῦ σοῦ θελήματος ἐν ἐμοὶ γενομένου πᾶσα πονηρὰ καὶ ἄτοπος τῆς προαιρέσεως κίνησις εἰς τὸ μὴ ὂν περιΐσταται. Ἡ γὰρ σωφροσύνη σβέσει τὴν ἀκόλαστον καὶ ἐμπαθῆ τῆς διανοίας ὁρμὴν, ἡ ταπεινοφροσύνη καταναλώσει τὸν τῦφον, ἡ μετριότης ἰάσεται τῆς ὑπερηφανίας τὴν νόσον, τὸ δὲ τῆς ἀγάπης ἀγαθὸν πολὺν κατάλογον τῶν ἀντικειμένων κακῶν τῆς ψυχῆς ἀπελάσει· ταύτῃ γὰρ ὑποχωρεῖ τὸ μῖσος, ὁ φθόνος, ἡ μῆνις, ἡ κατ’ ὀργὴν κίνησις, ἡ θυμώδης διάθεσις, ἡ ἐπιβουλὴ, ἡ ὑπόκρισις, ἡ λυπηρῶν μνήμη, ἡ τῆς ἀντιλυπήσεως ὄρεξις, ἡ περικάρδιος τοῦ αἵματος ζέσις, ὁ πικρὸς ὀφθαλμὸς, πᾶσα ἡ τῶν τοιούτων κακῶν ἀγέλη τῇ ἀγαπητικῇ διαθέσει ἐξαφανίζεται.